Σάντο Στέφανο αλ Μόντε Τσέλιο
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Συντεταγμένες: 41°53′4.27″N 12°29′48.34″E / 41.8845194°N 12.4967611°E
Σάντο Στέφανο αλ Μόντε Τσέλιο | |
---|---|
Santo Stefano Rotondo | |
Είδος | ελάσσονα βασιλική και καρδιναλικός τίτλος |
Αρχιτεκτονική | παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 41°53′4″N 12°29′48″E |
Θρήσκευμα | Καθολικισμός[1] |
Θρησκευτική υπαγωγή | Επισκοπή της Ρώμης |
Διοικητική υπαγωγή | Ρώμη[2] |
Τοποθεσία | Μόντι |
Χώρα | Ιταλία[3][2] |
Έναρξη κατασκευής | 5ος αιώνας |
Γενικές διαστάσεις | 80 μέτρα × 45 μέτρα |
Αρχιτέκτονας | Μπερνάρντο Ροσσελλίνο |
Προστασία | ιταλικό πολιτισμικό αγαθό[2] |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η βασιλική του Αγ. Στεφάνου επί του Καίλιου λόφου ή Ροτόντα, ιταλ. basilica de Santo Stefano al Monte Celio, που κοινά λέγεται Santo Stephano Rotondo, είναι η εκκλησία των Ούγγρων στη Ρώμη, έτσι είναι μία από τις εθνικές εκκλησίες της πόλης. Επίσης είναι επίτιμη (titular), δηλ. έχει καρδινάλιο-ιερέα, έναν από τους 28 της Ρώμης. Η παλαιά βασιλική είναι αφιερωμένη στον πρωτομάρτυρα Άγ. Στέφανο και στον Στέφανο Α΄ βασιλιά της Ουγγαρίας, που επέβαλε τον Χριστιανισμό στους υπηκόους του. Είναι ο ναός του Ποντιφικού Γερμανικού και Ουγγρικού Συλλόγου.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη εκκλησία είχε καθαγιαστεί από τον πάπα Σιμπλίκιο μεταξύ των ετών 468-483. Ήταν αφιερωμένη στον πρωτομάρτυρα Άγ. Στέφανο, του οποίου το σώμα είχε ανακαλυφθεί λίγες δεκαετίες πριν, στους Αγίους Τόπους και είχε μεταφερθεί στη Ρώμη. Ήταν η πρώτη εκκλησία, που είχε κυκλική κάτοψη. Η αρχιτεκτονική του είναι μοναδική στον Ύστερο Ρωμαϊκό κόσμο. Ο ναός μάλλον χρηματοδοτήθηκε από το πλούσιο γένος των Βαλερίων, που οι ιδιοκτησίες του κάλυπταν μεγάλα μέρη του Καιλίου λόφου. Η βίλα τους βρισκόταν κοντά, στο τωρινό Νοσοκομείο του Σαν Τζιοβάννι Αντολοράτα. Η Αγία Μελανία η Πρεσβύτερη, μέλος της οικογένειας, πήγαινε συχνά για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ και απεβίωσε εκεί, έτσι η οικογένεια είχε συνδέσεις με τους Αγίους Τόπους.
Η εκκλησία παραγγέλθηκε αρχικά από τον πάπα Λέοντα Α΄ (440-461). Η ημερομηνία επιβεβαιώνεται από παλαιά νομίσματα και τη δενδρο-χρονολόγηση, που θέτει το ξύλο που έχει χρησιμοποιηθεί για τις δοκούς της στέγης περί το 455. Ο ναός καθαγιάστηκε όμως μετά την αποβίωση του πάπα. Έχει γύρω από τον βωμό κυκλικά 22 ιονικούς κίονες. Αυτοί στηρίζουν ένα τύμπανο, που υψώνεται κεντρικά επάνω από τη στέγη του υπόλοιπου κτηρίου. Το τύμπανο, διαστάσεων 22 μ. ύψος επί 22 μ. διάμετρο, είχε στον αρχικό ναό 22 παράθυρα, αλλά τα περισσότερα κτίστηκαν στην ανακαίνιση του 15ου αι. Ο κύριος χώρος του ναού έχει διάμετρο 44 μ. και όλο το κτήριο, μαζί με τον χώρο των γύρω παρεκκλησίων, διάμετρο 66 μ. Τα παρεκκλήσια είναι 4 και σχηματίζουν έναν ελληνικό (i.e. ισοσκελή) σταυρό.
Ο ναός διακοσμήθηκε από τον πάπα Ιωάννη Α΄ και τον πάπα Φήλικα Δ΄ τον 6ο αι. με ψηφιδωτά και χρωματιστά μάρμαρα. Επισκευάστηκε το 1139-1143 από τον πάπα Ιννοκέντιο Β΄, που εγκατέλειψε τρία παρεκκλήσια, κρατώντας μόνο ένα. Ο ποντίφηκας υποστήριξε τον τρούλο με μία κιονοστοιχία 3 τόξων διαμετρικά του κεντρικού κύκλου, έκτισε τον χώρο μεταξύ των 22 κιόνων και 14 από τα παράθυρα του τυμπάνου.
Τον μεσαίωνα ο ναός του Σάντο Στέφανο Ροτόντο ήταν υπό την ευθύνη των ιερέων του Σαν Τζιοβάννι ιν Λατεράνο, αλλά με τον καιρό ερειπώθηκε. Στα μέσα του 15ου αι. ο Φλάβιο Μπιόνντο εξήρε τους μαρμάρινους κίονες, τις ορθομαρμαρώσεις των τοίχων και τα μαρμαροθετήματα του δαπέδου και πρόσθετε ότι "δυστυχώς στις ημέρες μας δεν έχει στέγη". Ισχυριζόταν ότι ο ναός κτίστηκε επάνω στα υπολείμματα του αρχαία ναού του Φαύνου. Οι ανασκαφές πάντως των ετών 1969 και 1975 αποκάλυψαν, ότι το κτήριο δεν ήταν αρχαίο που μετατράπηκε σε ναό, αλλά το πρωτοέκτισε ο Κωνσταντίνος Α΄ το α' ήμισυ του 4ου αι.
Το 1454 ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ εμπιστεύτηκε την εγκαταλελειμμένη εκκλησία στους πατέρες του Αγ. Παύλου του Πρώτου Ερημίτη, το μόνο Καθολικό Τάγμα που είχαν ιδρύσει οι Ούγγροι. Αυτή είναι η αιτία που ο ναός έγινε αργότερα η ανεπίσημη εκκλησία των Ούγγρων στη Ρώμη. Ο ναός επισκευάστηκε τη δεκαετία του 1450 από τον Μπερνάρντο Ροσελίνο, μάλλον υπό την καθοδήγηση του Λέον-Μπατίστα Αλμπέρτι.
Το 1579 οι Ούγγροι Ιησουίτες ενώθηκαν με τους Παυλίνους πατέρες. Ο Ουγγρικός Σύλλογος, που είχε ιδρυθεί από τον Ιστβάν Αράτορ το 1579, συγχωνεύθηκε με τον Γερμανικό Σύλλογο το 1580 και έγινε το Collegium Germanicum et Hungaricum, καθώς πολύ λίγοι μαθητές μπορούσαν να ταξιδέψουν στη Ρώμη από την Τουρκο-κρατούμενη πια Ουγγαρία.
Ο νυν καρδινάλιος ιερέας είναι Titulus S. Stephani in Coelio Monte από το 1985. Ο προκάτοχός του καρδινάλιος Γιόζεφ Μινντσέντυ αρχιεπίσκοπος του Έστεργκορμ και πρωθιερέας της Ουγγαρίας, είχε εκτελεστεί το 1975 από τους εκεί Κομμουνιστές το 1975.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Macadam, Alta. Blue Guide Rome. A & C Black, London (1994), ISBN 0713639393
- Federico Gizzi, Le chiese medievali di Roma (Rome, Newton Compton, 1998).
- H. Brandenburg und J. Pál (edd), Santo Stefano Rotondo in Roma. Archeologia, storia dell'arte, restauro. Archäologie, Bauforschung, Geschichte. Akten der internationalen Tagung (Rom 1996) (Wiesbaden, 2000).
- Weitzmann, Kurt, ed., Age of spirituality: late antique and early Christian art, third to seventh century, no. 589, 1979, Metropolitan Museum of Art, New York, ISBN 9780870991790