woman
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
woman
women
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
woman
(en)
γυναίκα
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Aragonés
Ænglisc
العربية
অসমীয়া
Asturianu
Azərbaycanca
Български
বাংলা
Brezhoneg
Català
Corsu
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Føroyskt
Français
Frysk
Gaeilge
Galego
हिन्दी
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Interlingua
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
कॉशुर / کٲشُر
Kurdî
Кыргызча
Limburgs
Lombard
Lingála
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Māori
Македонски
മലയാളം
ဘာသာမန်
Malti
မြန်မာဘာသာ
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk nynorsk
Norsk
Occitan
Oromoo
ଓଡ଼ିଆ
Polski
Português
Română
Armãneashti
Русский
Ikinyarwanda
संस्कृतम्
Sängö
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Shqip
Српски / srpski
Sunda
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
Українська
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
Tiếng Việt
Walon
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú