seesaw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
seesaw | seesaws |
seesaw (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | seesaw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seesaws |
αόριστος | seesawed |
παθητική μετοχή | seesawed |
ενεργητική μετοχή | seesawing |
seesaw (en)