seesaw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: seashore

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
seesaw seesaws

seesaw (en)

ενεστώτας seesaw
γ΄ ενικό ενεστώτα seesaws
αόριστος seesawed
παθητική μετοχή seesawed
ενεργητική μετοχή seesawing

seesaw (en)