hoot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

hoot (en)

  1. ξεφωνίζω, κάνω φασαρία
    they were hooting while I was trying to study - ξεφώνιζαν ενώ προσπαθούσα να διαβάσω