fry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | fry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fries |
αόριστος | fried |
παθητική μετοχή | fried |
ενεργητική μετοχή | frying |
Ρήμα
[επεξεργασία]fry (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τηγανίζω, το τηγάνισμα
- ↪ I am frying meatballs.
- Τηγανίζω κεφτέδες.
- ↪ The eggs don’t need any more frying.
- Τα αυγά δε θέλουν άλλο τηγάνισμα.
- ↪ I am frying meatballs.