τηγανίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τηγανίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]τηγανίζω
- μαγειρεύω σε τηγάνι, συνήθως με τη χρήση λαδιού και σε υψηλή θερμοκρασία
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τηγανίζω | τηγάνιζα | θα τηγανίζω | να τηγανίζω | τηγανίζοντας | |
β' ενικ. | τηγανίζεις | τηγάνιζες | θα τηγανίζεις | να τηγανίζεις | τηγάνιζε | |
γ' ενικ. | τηγανίζει | τηγάνιζε | θα τηγανίζει | να τηγανίζει | ||
α' πληθ. | τηγανίζουμε | τηγανίζαμε | θα τηγανίζουμε | να τηγανίζουμε | ||
β' πληθ. | τηγανίζετε | τηγανίζατε | θα τηγανίζετε | να τηγανίζετε | τηγανίζετε | |
γ' πληθ. | τηγανίζουν(ε) | τηγάνιζαν τηγανίζαν(ε) |
θα τηγανίζουν(ε) | να τηγανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τηγάνισα | θα τηγανίσω | να τηγανίσω | τηγανίσει | ||
β' ενικ. | τηγάνισες | θα τηγανίσεις | να τηγανίσεις | τηγάνισε | ||
γ' ενικ. | τηγάνισε | θα τηγανίσει | να τηγανίσει | |||
α' πληθ. | τηγανίσαμε | θα τηγανίσουμε | να τηγανίσουμε | |||
β' πληθ. | τηγανίσατε | θα τηγανίσετε | να τηγανίσετε | τηγανίστε | ||
γ' πληθ. | τηγάνισαν τηγανίσαν(ε) |
θα τηγανίσουν(ε) | να τηγανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τηγανίσει | είχα τηγανίσει | θα έχω τηγανίσει | να έχω τηγανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τηγανίσει | είχες τηγανίσει | θα έχεις τηγανίσει | να έχεις τηγανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τηγανίσει | είχε τηγανίσει | θα έχει τηγανίσει | να έχει τηγανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τηγανίσει | είχαμε τηγανίσει | θα έχουμε τηγανίσει | να έχουμε τηγανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τηγανίσει | είχατε τηγανίσει | θα έχετε τηγανίσει | να έχετε τηγανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τηγανίσει | είχαν τηγανίσει | θα έχουν τηγανίσει | να έχουν τηγανίσει |
|
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τηγάνι