background

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
background backgrounds

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
background < back + ground

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbæk.ɡɹaʊnd/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

background (en)

  1. το υπόβαθρο, οι παράγοντες που καθορίζουν την προσωπικότητα ενός ατόμου
    a person with a scientific/moral background - άνθρωπος με επιστημονικό/ηθικό υπόβαθρο
  2. το υπόβαθρο, οι πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες που στηρίζουν ένα φαινόμενο
    ⮡  the ideological/philosophical/emotional/cultural background - το ιδεολογικό/φιλοσοφικό/συναισθηματικό/πολιτιστικό υπόβαθρο
  3. το φόντο, το μέρος μιας εικόνας, φωτογραφίας ή θέα πίσω από τα κύρια αντικείμενα, ανθρώπους κτλ.
    ⮡  red flowers on a green background - κόκκινα λουλούδια σε πράσινο φόντο
  4. το φόντο, ένα χρώμα ή σχέδιο πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένο, σχεδιασμένο κάτι
    ⮡  against a dark/blue background - πάνω σε σκούρο/μπλε φόντο