background
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
background | backgrounds |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈbæk.ɡɹaʊnd/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]background (en)
- το υπόβαθρο, οι παράγοντες που καθορίζουν την προσωπικότητα ενός ατόμου
- a person with a scientific/moral background - άνθρωπος με επιστημονικό/ηθικό υπόβαθρο
- το υπόβαθρο, οι πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές συνθήκες που στηρίζουν ένα φαινόμενο
- ⮡ the ideological/philosophical/emotional/cultural background - το ιδεολογικό/φιλοσοφικό/συναισθηματικό/πολιτιστικό υπόβαθρο
- το φόντο, το μέρος μιας εικόνας, φωτογραφίας ή θέα πίσω από τα κύρια αντικείμενα, ανθρώπους κτλ.
- ⮡ red flowers on a green background - κόκκινα λουλούδια σε πράσινο φόντο
- το φόντο, ένα χρώμα ή σχέδιο πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένο, σχεδιασμένο κάτι
- ⮡ against a dark/blue background - πάνω σε σκούρο/μπλε φόντο
Πηγές
[επεξεργασία]- background - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 942. ISBN 9780194325684., λήμμα: φόντο