allemand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | allemand | allemands |
θηλυκό | allemande | allemandes |
Επίθετο
[επεξεργασία]allemand (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]allemand (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό