γλώσσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλώσσα | οι | γλώσσες |
γενική | της | γλώσσας | των | γλωσσών |
αιτιατική | τη | γλώσσα | τις | γλώσσες |
κλητική | γλώσσα | γλώσσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλώσσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γλῶσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glōgʰs. Συγγενή: τσακωνική γρούσσα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɣlo.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλώσ‐σα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλώσσα θηλυκό
- (ανατομία) ευκίνητο και μυώδες όργανο του στόματος, που αποτελεί το αισθητήριο όργανο της γεύσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, στο μάσημα και την κατάποση της τροφής, αλλά και στην ανθρώπινη ομιλία, κατά την άρθρωση των φθόγγων
- (μεταφορικά) μέρος διάφορων αντικειμένων, που μοιάζει (στο σχήμα) με τη γλώσσα, το γλωσσίδι
- το σύστημα σημείων, συμβόλων, κινήσεων και ήχων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία
- (γλωσσολογία) ο κώδικας επικοινωνίας που αποτελείται από γράμματα, λεξήματα και γραμματικούς κανόνες και είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης εθνότητας ή ομάδας
- (λεξικογραφία) μια σπάνια ή δυσεξήγητη / δυσνόητη λέξη, ένα γλώσσημα
- (εκπαίδευση) μάθημα το οποίο διδάσκεται στα σχολεία με σκοπό την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας
- ⮡ Την πρώτη ώρα έχουμε Γλώσσα και μετά Μαθηματικά..
- (ψάρι) γένος ψαριού, της οικογένειας των Πλευρονηκτιδών, με πεπλατυσμένο σώμα, που ζει στον αμμώδη πυθμένα της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας
- ⮡ Κυριότερο είδος της γλώσσας είναι η Γλώσσα η κοινή, που αλιεύεται για το εύγευστο κρέας της.
Υπώνυμα
[επεξεργασία]γλωσσολογία:
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βγάζω γλώσσα
- γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει
- βγάζω τη γλώσσα (μου)
- δαγκώνω τη γλώσσα μου
- δε βάζω γλώσσα μέσα μου
- κρατάω τη γλώσσα (μου μέσα)
- (γίνεται) η γλώσσα μου παπούτσι, η γλώσσα μου τσαρούχι
- (έχω) μακριά γλώσσα
- η γλώσσα (μου) βγάζει μέλι
- η γλώσσα των αγγέλων
- καταπίνω τη γλώσσα μου
- λύνεται η γλώσσα μου
- μαλλιάζει η γλώσσα μου
- μου βγαίνει η γλώσσα
- ροδάνι πάει η γλώσσα (μου)
- στάζει η γλώσσα μου φαρμάκι
- το έχω στην άκρη της γλώσσας μου
- (βάζω) πιπέρι στη γλώσσα
- φάε τη γλώσσα σου!
Παροιμίες
[επεξεργασία]- η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
- γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει
- μικρός τόπος, μεγάλη γλώσσα
- όπου λείπει η καρδιά μιλεί η γλώσσα
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
γλωσσ-
γλωσσ-
- -γλωσσία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γλωσσία στο Βικιλεξικό όπως διγλωσσία
- -γλωσσος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γλωσσος στο Βικιλεξικό όπως πολύγλωσσος
- γλωσσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γλωσσο- στο Βικιλεξικό όπως γλωσσοδέτης, γλωσσομαθής
και
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αισθητήριο όργανο
κώδικας επικοινωνίας
ψάρι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- γλώσσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γλώσσα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- γλώσσα pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'γλώσσα'.
- Με πολλά παραδείγματα εκφράσεων.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Λεξικογραφία (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)