muscle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
muscle | muscles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]muscle (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο μυς
- ⮡ the heart muscles - οι μύες της καρδιάς
- ⮡ muscle contraction/relaxation - συστολή/χαλάρωση των μυών
- ⮡ I have muscle, I am brawny and strong.
- Έχω μυς, είμαι γεροδεμένος και δυνατός.
- ⮡ She has a body so fit, that all the muscles can be seen.
- Έχει σώμα τόσο γυμνασμένο, ώστε να διακρίνονται όλοι οι μύες.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
muscle | muscles |
muscle (fr)
- ο μυς