μυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μῦς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυς οι μυς
μύες
      γενική του μυός των μυών
    αιτιατική τον μυ τους μυς
μύες
     κλητική μυ μυς
μύες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μῦς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μυς αρσενικό

  1. (λόγιο) το ποντίκι
  2. μυώνας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]