τακτοποιημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]τακτοποιημένος • (taktopoiiménos) m (feminine τακτοποιημένη, neuter τακτοποιημένο)
Declension
[edit]Declension of τακτοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τακτοποιημένος • | τακτοποιημένη • | τακτοποιημένο • | τακτοποιημένοι • | τακτοποιημένες • | τακτοποιημένα • |
genitive | τακτοποιημένου • | τακτοποιημένης • | τακτοποιημένου • | τακτοποιημένων • | τακτοποιημένων • | τακτοποιημένων • |
accusative | τακτοποιημένο • | τακτοποιημένη • | τακτοποιημένο • | τακτοποιημένους • | τακτοποιημένες • | τακτοποιημένα • |
vocative | τακτοποιημένε • | τακτοποιημένη • | τακτοποιημένο • | τακτοποιημένοι • | τακτοποιημένες • | τακτοποιημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τακτοποιημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τακτοποιημένος, etc.) |