Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βίνεχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Βίνεχ
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος762 ή 760[1]
Αιτία θανάτουσυνειδητός δολοφόνος
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΤέκναΠάγκαν[2]
Γονείςunknown daughter (?)[2]
ΟικογένειαUokil
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΧαν (756–762, Βουλγαρικό χανάτο του Δούναβη)
Bulgarian Knyaz

Ο Βίνεχ (βουλγαρικά: Винех) ήταν ηγεμόνας της Βουλγαρίας στα μέσα του 8ου αιώνα.

Σύμφωνα με τον Κατάλογο ονομάτων των βουλγάρων Ηγεμόνων, ο Βίνεχ βασίλεψε για επτά χρόνια και ήταν μέλος της φυλής Βοκίλ (ή Ουκίλ, η οποία μπορεί να είναι η ίδια οικογένεια όπως αυτή του προκατόχου του). Σύμφωνα με τη χρονολογία που αναπτύχθηκε από τον Μόσκοφ, ο Βίνεχ βασίλεψε το 754–762. Άλλες χρονολογίες αναφέρουν ότι ο Βίνεχ βασίλεψε από το 756 έως το 762 αλλά δεν συμφωνεί απόλυτα με την μαρτυρία του καταλόγου ονομάτων.

Ο Βίνεχ ανέβηκε στο θρόνο μετά την ήττα του προκατόχου του Κορμισός από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄, που έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές να υποθέσουν ότι ήταν ένας σφετεριστής. Γύρω στο 756 ο Κωνσταντίνος Ε΄ εκστράτευσε κατά της Βουλγαρίας από ξηρά και θάλασσα, και κέρδισε τον οδηγούμενο από τον Βίνεχ βουλγαρικό στρατό στις Μαρκέλλες (Καρνομπάτ). Οι ηττημένος μονάρχης ζήτησε ειρήνη και ανέλαβε να στείλει τα δικά του παιδιά ως ομήρους. Το 759 ο Κωνσταντίνος Ε΄ εισέβαλε στη Βουλγαρία και πάλι, αλλά αυτή τη φορά ο στρατός του έπεσε σε ενέδρα στα ορεινά περάσματα της Στάρα Πλάνινα (μάχη του Περάσματος Ρίσκι). Ο Βίνεχ δεν ακολούθησε την νίκη του και προσπάθησε να αποκαταστήσει την ειρήνη. Αυτό που τον κέρδισε ήταν η αντίθεση της βουλγαρικής αριστοκρατίας, η οποία τον έσφαξε μαζί με την οικογένειά του.

Η κορυφή Βίνεχ στο Τραχύ Νησί στα Νότια Νησιά Σέτλαντ της Ανταρκτικής ονομάζεται προς τιμήν του Βίνεχ της Βουλγαρίας.

  • Μόσκο Μόσκοφ, Imennik na bălgarskite hanove (novo tălkuvane), Σόφια 1988.
  • Τζόρνταν Αντρέγιεφ, Ιβάν Λαζάροφ, Πλάμεν Παβλόφ, Koj koj e v srednovekovna Bălgarija, Σόφια 1999.
  • (κύρια πηγή), Μπαχσί Ιμάν, Džagfar Tarihy, vol. III, Αρινμπούρκ 1997.