συμπιέζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπιέζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμπιέζω < συμ- + πιέζω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sim.biˈe.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπι‐έ‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πι‐έ‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]συμπιέζω, αόρ.: συμπίεσα, παθ.φωνή: συμπιέζομαι, π.αόρ.: συμπιέστηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: συμπιεσμένος
- πιέζω και μειώνω τον όγκο υλικού
- ⮡ Τα φρούτα συμπιέζονται ώστε να εξαχθεί ο χυμός τους.
- (μεταφορικά) ασκώ πίεση με δράσεις και μεθόδους για να μειώσω επιπτώσεις
- ⮡ Όσο συμπιέζονται τα εισοδήματα, τόσο λιγότερες ανάγκες καλύπτονται.
- (μεταφορικά, για ανθρώπους) στριμώχνω, πιέζω μεταξύ δυνάμεων ή προτεραιοτήτων
- ⮡ Έχω γίνει σάντουιτς. Συμπιέζομαι ανάμεσα στις ανάγκες των παιδιών, της γυναίκας μου, του άρρωστου πεθερού μου, των απαιτήσεων της δουλειάς μου... πρέπει να τρέχω εγώ για όλους -δε μένει τίποτα για εμένα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αεροσυμπιεστήρας
- αεροσυμπιεστής
- αποσυμπιέζω, αποσυμπιέζομαι
- αποσυμπίεση
- αποσυμπιεσμένος
- αποσυμπιεστής
- ασυμπίεστα (επίρρημα)
- ασυμπίεστος
- ασυμπιέστως (επίρρημα)
- στροβιλοσυμπιεστής
- συμπιεζόμενος
- συμπίεση
- συμπιέσιμος
- συμπίεσμα
- συμπιεσμένος
- συμπιεσμός
- συμπιεστήρας
- συμπιεστής
- συμπιεστικά (επίρρημα)
- συμπιεστικός
- συμπιεστό (ουδέτερο)
- συμπιεστός
- συμπιεστότητα
→ και δείτε τις λέξεις συν και πιέζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπιέζω | συμπίεζα | θα συμπιέζω | να συμπιέζω | συμπιέζοντας | |
β' ενικ. | συμπιέζεις | συμπίεζες | θα συμπιέζεις | να συμπιέζεις | συμπίεζε | |
γ' ενικ. | συμπιέζει | συμπίεζε | θα συμπιέζει | να συμπιέζει | ||
α' πληθ. | συμπιέζουμε | συμπιέζαμε | θα συμπιέζουμε | να συμπιέζουμε | ||
β' πληθ. | συμπιέζετε | συμπιέζατε | θα συμπιέζετε | να συμπιέζετε | συμπιέζετε | |
γ' πληθ. | συμπιέζουν(ε) | συμπίεζαν συμπιέζαν(ε) |
θα συμπιέζουν(ε) | να συμπιέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπίεσα | θα συμπιέσω | να συμπιέσω | συμπιέσει | ||
β' ενικ. | συμπίεσες | θα συμπιέσεις | να συμπιέσεις | συμπίεσε | ||
γ' ενικ. | συμπίεσε | θα συμπιέσει | να συμπιέσει | |||
α' πληθ. | συμπιέσαμε | θα συμπιέσουμε | να συμπιέσουμε | |||
β' πληθ. | συμπιέσατε | θα συμπιέσετε | να συμπιέσετε | συμπιέστε | ||
γ' πληθ. | συμπίεσαν συμπιέσαν(ε) |
θα συμπιέσουν(ε) | να συμπιέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπιέσει | είχα συμπιέσει | θα έχω συμπιέσει | να έχω συμπιέσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπιέσει | είχες συμπιέσει | θα έχεις συμπιέσει | να έχεις συμπιέσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμπιέσει | είχε συμπιέσει | θα έχει συμπιέσει | να έχει συμπιέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπιέσει | είχαμε συμπιέσει | θα έχουμε συμπιέσει | να έχουμε συμπιέσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπιέσει | είχατε συμπιέσει | θα έχετε συμπιέσει | να έχετε συμπιέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπιέσει | είχαν συμπιέσει | θα έχουν συμπιέσει | να έχουν συμπιέσει |
|
- → λείπει η κλίση αόριστοι με -τηκα & -θηκα
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπιέζομαι | συμπιεζόμουν(α) | θα συμπιέζομαι | να συμπιέζομαι | συμπιεζόμενος | |
β' ενικ. | συμπιέζεσαι | συμπιεζόσουν(α) | θα συμπιέζεσαι | να συμπιέζεσαι | ||
γ' ενικ. | συμπιέζεται | συμπιεζόταν(ε) | θα συμπιέζεται | να συμπιέζεται | ||
α' πληθ. | συμπιεζόμαστε | συμπιεζόμαστε συμπιεζόμασταν |
θα συμπιεζόμαστε | να συμπιεζόμαστε | ||
β' πληθ. | συμπιέζεστε | συμπιεζόσαστε συμπιεζόσασταν |
θα συμπιέζεστε | να συμπιέζεστε | (συμπιέζεστε) | |
γ' πληθ. | συμπιέζονται | συμπιέζονταν συμπιεζόντουσαν |
θα συμπιέζονται | να συμπιέζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπιέστηκα | θα συμπιεστώ | να συμπιεστώ | συμπιεστεί | ||
β' ενικ. | συμπιέστηκες | θα συμπιεστείς | να συμπιεστείς | συμπιέσου | ||
γ' ενικ. | συμπιέστηκε | θα συμπιεστεί | να συμπιεστεί | |||
α' πληθ. | συμπιεστήκαμε | θα συμπιεστούμε | να συμπιεστούμε | |||
β' πληθ. | συμπιεστήκατε | θα συμπιεστείτε | να συμπιεστείτε | συμπιεστείτε | ||
γ' πληθ. | συμπιέστηκαν συμπιεστήκαν(ε) |
θα συμπιεστούν(ε) | να συμπιεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συμπιεστεί | είχα συμπιεστεί | θα έχω συμπιεστεί | να έχω συμπιεστεί | συμπιεσμένος | |
β' ενικ. | έχεις συμπιεστεί | είχες συμπιεστεί | θα έχεις συμπιεστεί | να έχεις συμπιεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμπιεστεί | είχε συμπιεστεί | θα έχει συμπιεστεί | να έχει συμπιεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπιεστεί | είχαμε συμπιεστεί | θα έχουμε συμπιεστεί | να έχουμε συμπιεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμπιεστεί | είχατε συμπιεστεί | θα έχετε συμπιεστεί | να έχετε συμπιεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπιεστεί | είχαν συμπιεστεί | θα έχουν συμπιεστεί | να έχουν συμπιεστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συμπιεσμένος - είμαστε, είστε, είναι συμπιεσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συμπιεσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συμπιεσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συμπιεσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συμπιεσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συμπιεσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συμπιεσμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- συμπιέζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συμπιέζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπιέζω < συμ- + πιέζω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συμπιέζω
Ρήμα
[επεξεργασία]συμπιέζω, παθητική διάθεση: συμπιέζομαι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- συμπιέζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμπιέζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)