στρείδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρείδι | τα | στρείδια |
γενική | του | στρειδιού | των | στρειδιών |
αιτιατική | το | στρείδι | τα | στρείδια |
κλητική | στρείδι | στρείδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρείδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική (ὀ)στρείδι(ον) με σίγηση του αρχικού ο- και προσαρμογή σε νεότερη κατάληξη[1] υποκοριστικό του αρχαίου ὄστρειον / ὄστρεον.[2][3] Δείτε και όστρεο.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈstri.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρεί‐δι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρείδι ουδέτερο
- (μαλάκιο) θαλασσινό μαλάκιο του γένους οστρέα (Ostrea), της οικογένειας οστρεΐδες, που προσκολλάται σε βράχια ή στα πλοία και ψαρεύεται για το εδώδιμο εσωτερικό του, ανάμεσα στα δύο γκριζωπά όστρακά του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κολλημένος/κολλάω σα στρείδι (για κάποιον που προσκολλάται σε άλλον ή εξαρτάται απ’ αυτόν ή γενικά τού είναι ενοχλητικός)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- στρείδι στη Βικιπαίδεια
- μύδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρείδι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στρείδι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ στρείδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στρείδι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαλάκια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)