στίφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στίφος τα στίφη
      γενική του στίφους των στιφών
    αιτιατική το στίφος τα στίφη
     κλητική στίφος στίφη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στίφος < αρχαία ελληνική στῖφος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsti.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στί‐φος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στίφος ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]