στίγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στίγμα | τα | στίγματα |
γενική | του | στίγματος | των | στιγμάτων |
αιτιατική | το | στίγμα | τα | στίγματα |
κλητική | στίγμα | στίγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στίγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στίγμα & (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική stigma, λόγιο ενδογενές δάνειο: < λατινική stigma < αρχαία ελληνικά στίγμα
- για το αρχαιοελληνικό γράμμα < μεσαιωνικό σύμβολο στίγμα για το στ και τον αριθμό 6 < πιθανόν συμφυρμός των σίγμα και ταυ (ταῦ)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈstiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στίγ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : στί‐γμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στίγμα ουδέτερο
- σημάδι, κηλίδα στο δέρμα, από ασθένεια ή αντίδραση σε εξωγενείς ερεθισμούς
- σημάδι σε επιφάνειες (από στάλες ή φθορές)
- τσίμπημα από βελόνα
- ⮡ τα στίγματα του τατουάζ
- (μεταφορικά, κακόσημο) κάτι που σημαδεύει και συνήθως ντροπιάζει εκείνον που το φέρει
- ⮡ Μπορεί να νοικοκυρεύτηκε, αλλά φέρει το κοινωνικό στίγμα ότι έκανε φυλακή.
- κουκκίδα, σημείο, θέση
- θέση στο χάρτη, σημείο που προκύπτει από την τομή συντεταγμένων και προσδιορίζει την ακριβή θέση ενός εναέριου ή πλωτού μέσου
- ⮡ Δώστε μας το στίγμα σας για να σας συνδράμει πλωτό του λιμεναρχείου.
- (μεταφορικά) αναφορά της γενικότερης θέσης κάποιου γεωγραφικά αλλά και ιδεολογικά
- ⮡ Πήγαινε, αλλά θέλω να μου τηλεφωνείς να μου δίνεις το στίγμα σου για να μην αγωνιώ.
- ⮡ Θα πρέπει να δώσεις κι εσύ το στίγμα σου ξεκάθαρα πριν από τις εκλογές του σωματείου.
- θέση στο χάρτη, σημείο που προκύπτει από την τομή συντεταγμένων και προσδιορίζει την ακριβή θέση ενός εναέριου ή πλωτού μέσου
- (βοτανική) το άκρο του στύλου
- (ιατρική) ένδειξη σε μικροβιολογική εξέταση
- ⮡ το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας
- (γράμμα) ονομασία του παλιού γράμματος ϛ (μεγαλύτερο από το τελικό σίγμα ς) που συμβόλιζε το στ είτε σαν σύμπλεγμα δύο γραμμάτων, είτε ως τον αριθμό 6
- ※ […] Καθηγητοῦ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τῇ ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουςρίας […]
- Βίος Θεμιστοκλέους τοῦ Ἀθηναίου. Συλλεχθεὶς ἐκ πολλῶν Συγγραφέων, καὶ παραφρασθεὶς εἰς τὴν ἁπλουςέραν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν. Βιέννη: 1819.· διαθέσιμο στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Ανέμη· πρόσβαση: 2020-06-26) (Ἀουςρίας αντί για Ἀουστρίας)
- ※ […] Καθηγητοῦ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τῇ ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουςρίας […]
- (χριστιανισμός, στον πληθυντικό: τα στίγματα) σημάδια που κάποιοι άνθρωποι θεωρείται ότι παρουσιάζουν στα σημεία του σώματος όπου είχε καρφωθεί ο Χριστός στο σταυρό
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα στιγμ-
- αναστιγματικός
- αστιγματικός
- αστιγματισμός
- αστιγμάτιστος
- αστιγμόμετρο
- ενστιγματικός
- παρεστιγμένος
- στιγματίζω
- στιγματισμένος
- στιγματισμός
- στιγμένος
- → και δείτε τη λέξη στιγμή
για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημάδι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στίγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στίγμᾰ | τὰ | στίγμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | στίγμᾰτος | τῶν | στιγμᾰ́των |
δοτική | τῷ | στίγμᾰτῐ | τοῖς | στίγμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | στίγμᾰ | τὰ | στίγμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | στίγμᾰ | στίγμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στίγμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στιγμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στίγμα ουδέτερο
- το σημάδι του δέρματος συνήθως από έγκαυμα (επειδή σημάδευαν ιέρειες ώστε να είναι γνωστό ότι ανήκουν στον θεό που υπηρετούσαν ή (αργότερα) καυτηρίαζαν κάποιους εγκληματίες αλλά και σκλάβους)
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα στιγμ-
- κατάστιγμα
- στιγματηφορέω
- στιγματίας, στιγματίης (που φέρει στίγματα από καυτηριασμό)
- στιγματίζω
- στιγματοφόρος, στιγματηφόρος
- ψευδοστιγματίας
- → και δείτε τη λέξη στιγμή
για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- στίγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στίγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Συμφυρμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κακόσημες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Γράμματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βλέμμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)