ποταμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ποταμός | οι | ποταμοί |
γενική | του | ποταμού | των | ποταμών |
αιτιατική | τον | ποταμό | τους | ποταμούς |
κλητική | ποταμέ | ποταμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ποταμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποταμός
- για τη μεταφορική έννοια < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fleuve[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.taˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τα‐μός
- ομόηχο: Ποταμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποταμός αρσενικό
- (γεωγραφία) μεγάλη υδάτινη μάζα που ρέει σε μεγάλη απόσταση με φυσική ροή εντός μίας καθορισμένης κοίτης, ξεκινώντας από μία ή περισσότερες φυσικές πηγές ή λίμνες και καταλήγοντας στη θάλασσα ή σε λίμνη
- ↪ ο ποταμός Έβρος
- Κατηγορία:Ποταμοί (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) μεγάλη ποσότητα (υγρού)
- ↪ ποταμοί δακρύων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα ποτ-
άλλα θέματα
- πετ- → δείτε τη λέξη πετάω
- πτε- → δείτε τις λέξεις φτερό και πτερόν
- πτη- → δείτε τη λέξη πτηνό
- πτ-, πτω- → δείτε τις λέξεις πτώση και πίπτω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποταμός
μυθιστόρημα-ποταμός
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ποταμός < Κατά τον Τζιτζιλή, πιθανή σύνδεσή του και παράλληλων ιδιωματικών τύπων ως εξής: είτε ποτονός, ποτανός < μεσαιωνική ελληνική ὑπότονος
- είτε < βαλκανικά ιδιώματα όπως της κουτσοβλαχικής, της βουλγαρικής με σημασίες: πάτωμα, πάγκος.
- ※ Τζιτζιλής, Χρήστος. Μακεδονικά ετυμολογικά ΙΙ, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. «ποταμός, πότανος, poton, potan» pdf, σελίδες 429, 430,
- [σελ.430, μεταγράφουμε σε μονοτονικό] Παρά τη φωνητική ταύτιση της λέξης μας με το ποταμός της κοινής είναι δύσκολο να δεχθούμε κοινή προέλευση για τις δυο λέξεις. Το σημασιολογικό χάσμα που τις χωρίζει μας αναγκάζει να αναζητήσουμε αλλού το έτυμο του ποταμός «δοκάρι».
- [… ακολουθούν εκδοχές ετυμολογίας]
- Από το πότανος με τροπή ν>μ, που πιθανότατα οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση της λ.[λέξης] πόταμος, διαλ.[διαλεκτικό] τύπο του ποταμός, έχουμε το πόταμος που γίνεται ποταμός κατά τα ομώνυμα πόταμος-ποταμός
- ※ Τζιτζιλής, Χρήστος. Μακεδονικά ετυμολογικά ΙΙ, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. «ποταμός, πότανος, poton, potan» pdf, σελίδες 429, 430,
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποταμός αρσενικό
- (ιδιωματικό) κύρια οριζόντια δοκός στη βάση της στέγης, ή δοκάρι που υπστηρίζει άλλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τσακωνικά: ποταμό (σημασίες: ποταμός, αυλάκι, χοντρό δοκάρι)
- ιδιωματικά ποταμός, πουταμός, πόταμους, πότανος με σημασία: δοκάρι που υποβαστάζει
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ποταμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ποταμός | οἱ | ποταμοί |
γενική | τοῦ | ποταμοῦ | τῶν | ποταμῶν |
δοτική | τῷ | ποταμῷ | τοῖς | ποταμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ποταμόν | τοὺς | ποταμούς |
κλητική ὦ! | ποταμέ | ποταμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποταμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποταμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποταμός, ήδη ομηρικό < θέμα ποτ- < μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος του ἔπετ-ον (ἔπεσον) του πίπτω (οπότε η σημασία θα ήταν «πέφτω από ψηλά ή ορμητικά») < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂- + -αμός. Δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεση με το πετάννυμι. [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποταμός αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα ποτ-
- ποτάομαι
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
άλλα θέματα → δείτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
- πετ- → δείτε τη λέξη πέτομαι
- πτε- → δείτε τη λέξη πτερόν
- πτη- → δείτε τη λέξη πτῆσις
- πτ, πτω- → δείτε τη λέξη πίπτω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ποταμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποταμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αμός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γεωγραφία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)