πάππος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάππος | οι | πάπποι |
γενική | του | πάππου | των | πάππων |
αιτιατική | τον | πάππο | τους | πάππους |
κλητική | πάππε | πάπποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάππος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάππος [1] Δείτε και παππούς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάππος αρσενικό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πάπ‐πος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πάππου προς πάππου: πατροπαράδοτα, από γενιά σε γενιά, από οικογενειακή παράδοση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάππος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πάππος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πάππος | οἱ | πάπποι |
γενική | τοῦ | πάππου | τῶν | πάππων |
δοτική | τῷ | πάππῳ | τοῖς | πάπποις |
αιτιατική | τὸν | πάππον | τοὺς | πάππους |
κλητική ὦ! | πάππε | πάπποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάππω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πάπποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάππος < (στην παιδική γλώσσα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάππος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη πάππας και
Πηγές
[επεξεργασία]- πάππος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάππος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Παιδική γλώσσα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Οικογένεια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)