μειονότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μειονότητα < (καθαρεύουσα) μειν(ότης) (μαρτυρείται από το 1889) [1] + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική minorité) < μείον (μεῖον) + -ότης [2][3][4]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mi.oˈno.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μει‐ο‐νό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μειονότητα θηλυκό
- τμήμα του πληθυσμού ενός τόπου ή χώρας, συνήθως μικρό, που διαφέρει ως προς την καταγωγή ή τη θρησκεία ή τη γλώσσα από το μεγαλύτερο αριθμητικά τμήμα αυτού του πληθυσμού
- (σπάνιο) μειοψηφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μειονότητα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 634, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ μειονότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μειονότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)