κοιμάμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοιμᾶμαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοιμάμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοιμᾶμαι, κοιμοῦμαι < αρχαία ελληνική κοιμῶμαι με μεταπλασμό [1]
Δύο λιοντάρια κοιμούνται.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈma.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐μά‐μαι

κοιμάμαι, αόρ.: κοιμήθηκα, μτχ.π.π.: κοιμισμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. (για πρόσωπα και ζώα) είμαι σε κατάσταση στην οποία δεν έχω συνειδητές αντιδράσεις στα περισσότερα εξωτερικά ερεθίσματα, σε κατάσταση ύπνου
    ⮡  τις λίγες φορές που κατάφερα να κοιμηθώ περισσότερες από 7-8 ώρες, ήμουνα άρρωστος
     συνώνυμα: ησυχάζω, κάνω νάνι, πλαγιάζω, τον παίρνω, το ρίχνω στον ύπνο, το στρώνω στον ύπνο
  2. (συνεκδοχικά) σταματώ να ζω
     συνώνυμα: πεθαίνω, κοιμάμαι τον αξύπνητο
  3. (μεταφορικά) είμαι αδρανής, νωθρός
     συνώνυμα: αδρανώ
  4. (μαζί με κάποιον) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική επαφή
  5. υποβάλλομαι σε γενική αναισθησία προκειμένου να χειρουργηθώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]