ερείπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐρείπιον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερείπιο τα ερείπια
      γενική του ερειπίου
ερείπιου
των ερειπίων
    αιτιατική το ερείπιο τα ερείπια
     κλητική ερείπιο ερείπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ερείπιο < αρχαία ελληνική ἐρείπιον < ἐρείπω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈɾi.pi.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ερείπιο ουδέτερο

  1. μισογκρεμισμένο ή σε πολύ κακή κατάσταση κτήριο ή γενικότερα κατασκευή
    ※  […] η διερεύνηση του εξωτερικού χώρου έφερε καταρχάς στο φως τμήμα πλακόστρωτου δαπέδου το οποίο, σε συνάφεια με τα ερείπια κτιρίων προς δυσμάς, η έρευνα των οποίων προγραμματίζεται για το τρέχον έτος, θα πρέπει να αποδοθεί στην υπαίθρια πλατεία της Αγοράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν τουλάχιστον δύο άγνωστα έως σήμερα προσκτίσματα στα δυτικά και ανατολικά του κυρίως κτιρίου.
    Νικόπολη: Συνεχίζονται οι ανασκαφές στην αρχαία Αγορά, Η Καθημερινή, 29 Μαΐου 2024
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος σε πολύ μεγάλη ηλικία με κακή υγεία
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος με κλονισμένο ψυχικό κόσμο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]