επιδικάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδικάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]επιδικάζω
- αναγνωρίζω απαίτηση ευνοϊκή για τον αιτούντα (προφέρεται ως τελική ετυμηγορία από δικαστήριο)
- αναγνωρίζω, δέχομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδικάζω
|