εξάρτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάρτηση | οι | εξαρτήσεις |
γενική | της | εξάρτησης* | των | εξαρτήσεων |
αιτιατική | την | εξάρτηση | τις | εξαρτήσεις |
κλητική | εξάρτηση | εξαρτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξάρτηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξάρτησις < ἐξαρτῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈksaɾ.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξάρ‐τη‐ση
- ομόηχα: εξάρτιση, εξάρτυση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξάρτηση θηλυκό
- το κρέμασμα
- το σημείο εξάρτησης ενός εκκρεμούς
- η κατάσταση κατά την οποία είσαι εξαρτημένος από κάποιον ή κάτι για την ικανοποίηση των αναγκών σου.
- η υποταγή σε κάποιον ισχυρότερο
- το κόμμα μας αντιστέκεται στην εξάρτηση της χώρας
- ≠ αντώνυμα: ανεξαρτησία
- ο εθισμός
- η εξάρτηση από τη νικοτίνη
- (συντακτικό) η ιεραρχική σχέση μεταξύ συντακτικών όρων.
- η εξάρτηση της δευτερεύουσας πρότασης από την κύρια πρόταση"
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη εξαρτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενική σημασία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)