δόξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δόξα | οι | δόξες |
γενική | της | δόξας | — | |
αιτιατική | τη | δόξα | τις | δόξες |
κλητική | δόξα | δόξες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δόξα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δόξα < δοκέω / δοκῶ < δέχομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, παίρνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈðo.ksa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐ξα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δόξα θηλυκό
- η μεγάλη και καλή φήμη που αποκτήθηκε εξαιτίας ηρωικών πράξεων ή άλλων επιτευγμάτων και κάνει κάποιον αντικείμενο θαυμασμού
- το να τιμάς και να δοξάζεις κάποιον, όπως έναν ήρωα ή το Θεό
- ένα διάσημο πρόσωπο
- το φωτεινό περίγραμμα που περιβάλλει τη μορφή του Χριστού στις αγιογραφίες
- το ουράνιο τόξο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δόξα σοι, Κύριε
- δόξα τω Θεώ
- δόξη και τιμή (δοτικές πτώσεις)
- ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν
- και ξανά προς τη δόξα τραβά
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
δοξ-
δοξ-
- -δοξία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δοξία στο Βικιλεξικό
- -δοξος & επιρρήματα -δοξα Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δοξος στο Βικιλεξικό
και
- άδοξα, άδοξος, αδόξως
- αδόξαστος & σύνθετα
- αδοξολόγητος
- αισιοδοξώ
- απαισιοδοξώ
- αυτοδοξάζομαι
- Δόξα
- δοξάζω, δοξασμένος
- δοξομανής
- δοξομανία
- δόξασμα
- δοξασμός
- δοξασία
- δοξαστής
- δοξαστικά, δοξαστικός
- δοξαστός
- δοξογράφος
- δοξολογώ, δοξολογία & συγγενικά
- δοξολουσμένος
- δοξοπηγή
- δοξοπλούμιστος
- δοξόχαρος
- κακοδοξώ
- κενοδοξώ
- ματαιοδοξώ
- μεγαλοδοξώ
- μυριοδοξασμένος
- ομοδοξώ
- παράδοξος & συγγενικά
- πολυδοξάζω, πολυδοξάζομαι
- πολυδοξασμένος
- φιλοδοξώ, φιλοδοξία & συγγενικά
- χιλιοδοξασμένος
- ψευδοδοξασία
- ψευτοδοξάζομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δόξα
Πηγές
[επεξεργασία]- δόξα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δόξᾰ | αἱ | δόξαι |
γενική | τῆς | δόξης | τῶν | δοξῶν |
δοτική | τῇ | δόξῃ | ταῖς | δόξαις |
αιτιατική | τὴν | δόξᾰν | τὰς | δόξᾱς |
κλητική ὦ! | δόξᾰ | δόξαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δόξᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δόξαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δόξα θηλυκό
- υποκειμενική γνώμη
- δοξασία
- προσδοκία
- η γνώμη που έχουν οι άνθρωποι για κάποιο πρόσωπο
- η λαμπρότητα στην εξωτερική εμφάνιση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- δόξα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δόξα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δόξα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)