γόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γόνος | οι | γόνοι |
γενική | του | γόνου | των | γόνων |
αιτιατική | τον | γόνο | τους | γόνους |
κλητική | γόνε | γόνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γόνος < αρχαία ελληνική γόνος, θέμα γον-, ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος γεν- του ρήματος γίγνομαι (αόριστος εγενόμην, παρακείμενος γέγονα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γόνος αρσενικό
- τέκνο, απόγονος
- γόνος γνωστής οικογένειας εθεάθη με πρωταγωνίστρια του θεάτρου
- σπέρμα, σπόρος
- η γύρη των λουλουδιών
- (ιχθυολογία) αβγά ή νεογνά ψαριών
- η αλιεία γόνου απαγορεύεται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γόνος
|