γη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γη & γης1 |
οι | (γαίες)2 |
γενική | της | γης | των | (γαιών)3 |
αιτιατική | τη | γη | τις | (γαίες) |
κλητική | γη | (γαίες) | ||
1. Λαϊκότροπο. 2. Ο πληθυντικός αριθμός, από το ουσιαστικό γαία. 3. Και αρχαίος τύπος γαίων από το γαῖα. | ||||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γῆ / γαῖα, αβέβαιης άλλης ετυμολογίας
Προφορά
Ουσιαστικό
γη θηλυκό συνήθως ενικός (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- (αστρονομία) → δείτε Γη (ο πλανήτης)
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των κατοίκων του πλανήτη Γη
- ⮡ Όλη η γη οφείλει σεβασμό στο περιβάλλον
- ≈ συνώνυμα: κόσμος, υφήλιος, ανθρωπότητα
- η επιφάνεια του πλανήτη Γη, συνήθως σε αντιδιαστολή με τον ουρανό ή τον μεταθανάτιο κόσμο
- ⮡ Σ' αυτή τη γη όλα πληρώνονται.
- ο εξωτερικός φλοιός της Γης
- ⮡ Η γη διακρίνεται σε θάλασσα και ξηρά.
- ό,τι βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας, το έδαφος
- ⮡ Η γη άρχισε να τρέμει.
- (συνεκδοχικά) το χώμα
- ⮡ Οι βροχές ανακούφισαν τη διψασμένη γη.
- η ξηρά, η στεριά
- ⮡ Από το μεσαίο κατάρτι με τρελή χαρά φώναξε "γη!" ο ναύτης που παρατηρούσε τον ορίζοντα.
- μια περιοχή ή χώρα που διακρίνεται από μια άλλη
- ⮡ μυστηριώδης / αφιλόξενη / ελληνική / νησιωτική γη
- ο τόπος με τον οποίο κάποιος έχει συναισθηματικούς δεσμούς
- ⮡ η γη των προγόνων
- έκταση στην οποία δεν υπάρχουν κτίρια, το οικόπεδο
- ⮡ ασχολείται με αγοραπωλησίες γης
- μία έκταση κατάλληλη για καλλιέργεια, χωράφι, αγρός
- ⮡ Αυτή τη γη την φρόντισα και μου το ανταπέδωσε.
- μεγάλο σώμα που είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού (όπως π.χ. η Γη), ή κοινός αγωγός ή σημείο ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, του οποίου το ηλεκτρικό δυναμικό μπορεί να θεωρηθεί ίσο με μηδέν
- ⮡ Το καλώδιο τροφοδοσίας των ηλεκτρικών συσκευών περιλαμβάνει συνήθως τρεις αγωγούς: φάση, ουδέτερο και γη.
Άλλες μορφές
- γης (λαϊκότροπο)
Εκφράσεις
Παροιμίες
Συγγενικά
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
- γαιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιο- στο Βικιλεξικό
- γεω- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γεω- στο Βικιλεξικό
- -γειος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -γειος στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Δείτε επίσης
- γη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
ο πλανήτης Γη
Πηγές
- γη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)