βατώρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βατώρα οι βατώρες
      γενική της βατώρας των βατωρών
    αιτιατική τη βατώρα τις βατώρες
     κλητική βατώρα βατώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βατώρα < βατ + ώρα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική watt-hour)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaˈto.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐τώ‐ρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βατώρα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr