βάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάρος τα βάρη
      γενική του βάρους των βαρών
    αιτιατική το βάρος τα βάρη
     κλητική βάρος βάρη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βάρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈva.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐ρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάρος ουδέτερο

  1. (φυσική)
    1. (γενικότερα) η ιδιότητα κάθε σώματος να πέφτει προς τα κάτω όταν αφήνεται ελεύθερο· μετριέται με τη ζυγαριά
    2. (ειδικότερα) το φυσικό μέγεθος που μετριέται με το δυναμόμετρο και εξαρτάται από τη μάζα ενός σώματος και την επιτάχυνση της βαρύτητας (g)
      ⮡  ένα σώμα έχει άλλο βάρος στη Γη και άλλο στη Σελήνη
      (Χρειάζεται ορισμό +παράθεμα από βιβλίο ή εγχειρίδιο Φυσικής)
    • το σωματικό βάρος ως δείκτης του πόσο αδύνατος ή παχύς είναι κάποιος
      ⮡  πρέπει να κάνω δίαιτα και να χάσω βάρος
  2. (νομικός όρος) υποχρέωση που βαρύνει κάτι, π.χ. ακίνητο, φόρο, κληροδότημα, πλοίο, κ.λπ., ένεκα χρεών, υποθήκης, δουλείας κ.λπ.
  3. ένα βαρύ αντικείμενο
  4. κάτι που το αντιμετωπίζω ως δυσκολία, ως επίπονο έργο που με κάνει να δυσανασχετώ
    ⮡  δε μου είναι καθόλου βάρος να σου κάνω την εξυπηρέτηση αυτή
    ⮡  δε θέλουμε να σας γίνουμε βάρος
    ※  Ο Κωνσταντίνος είχε μόνο τις τιμές της βασιλείας, χωρίς ποτέ ν' αναλαμβάνει και τα βάρη της διοίκησης. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
  5. σωματική ή ψυχική ενόχληση
    ⮡  νιώθω ένα βάρος στο στομάχι
    ⮡  έχω ένα βάρος στην ψυχή μου, αλλά, άμα σου τα πω, θα ξαλαφρώσω
  6. η σημασία που δίνεται σε κάτι, η βαρύτητα
    ⮡  έχει μεγάλο βάρος η γνώμη του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βάρος τὰ βάρη - βάρε
      γενική τοῦ βάρους - βάρεος τῶν βαρῶν - βαρέων
      δοτική τῷ βάρει - βάρεῐ̈ τοῖς βάρεσ(ν)
    αιτιατική τὸ βάρος τὰ βάρη - βάρεα
     κλητική ! βάρος βάρη - βάρεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάρει - βάρεε
γεν-δοτ τοῖν  βαροῖν - βαρέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι γι' αυτό το ουσιαστικό, στην ιωνική διάλεκτο.
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάρος ουδέτερο