βάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάρος | τα | βάρη |
γενική | του | βάρους | των | βαρών |
αιτιατική | το | βάρος | τα | βάρη |
κλητική | βάρος | βάρη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βάρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈva.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάρος ουδέτερο
- (φυσική)
- (γενικότερα) η ιδιότητα κάθε σώματος να πέφτει προς τα κάτω όταν αφήνεται ελεύθερο· μετριέται με τη ζυγαριά
- (ειδικότερα) το φυσικό μέγεθος που μετριέται με το δυναμόμετρο και εξαρτάται από τη μάζα ενός σώματος και την επιτάχυνση της βαρύτητας (g)
- ⮡ ένα σώμα έχει άλλο βάρος στη Γη και άλλο στη Σελήνη
- (Χρειάζεται ορισμό +παράθεμα από βιβλίο ή εγχειρίδιο Φυσικής)
- (νομικός όρος) υποχρέωση που βαρύνει κάτι, π.χ. ακίνητο, φόρο, κληροδότημα, πλοίο, κ.λπ., ένεκα χρεών, υποθήκης, δουλείας κ.λπ.
- ένα βαρύ αντικείμενο
- κάτι που το αντιμετωπίζω ως δυσκολία, ως επίπονο έργο που με κάνει να δυσανασχετώ
- ⮡ δε μου είναι καθόλου βάρος να σου κάνω την εξυπηρέτηση αυτή
- ⮡ δε θέλουμε να σας γίνουμε βάρος
- ※ Ο Κωνσταντίνος είχε μόνο τις τιμές της βασιλείας, χωρίς ποτέ ν' αναλαμβάνει και τα βάρη της διοίκησης. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- σωματική ή ψυχική ενόχληση
- ⮡ νιώθω ένα βάρος στο στομάχι
- ⮡ έχω ένα βάρος στην ψυχή μου, αλλά, άμα σου τα πω, θα ξαλαφρώσω
- η σημασία που δίνεται σε κάτι, η βαρύτητα
- ⮡ έχει μεγάλο βάρος η γνώμη του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βάρος
Πηγές
[επεξεργασία]- βάρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βάρος | τὰ | βάρη - βάρεᾰ |
γενική | τοῦ | βάρους - βάρεος | τῶν | βαρῶν - βαρέων |
δοτική | τῷ | βάρει - βάρεῐ̈ | τοῖς | βάρεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | βάρος | τὰ | βάρη - βάρεα |
κλητική ὦ! | βάρος | βάρη - βάρεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάρει - βάρεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βαροῖν - βαρέοιν | ||
Οι ασυναίρετοι τύποι γι' αυτό το ουσιαστικό, στην ιωνική διάλεκτο. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάρος ουδέτερο
- το βάρος
Πηγές
[επεξεργασία]- βάρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)