αστρονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστρονομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀστρονομία. Συγχρονικά αναλύεται σε αστρο- + -νομία. → δείτε και τη λέξη νέμω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.stɾo.noˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐νο‐μί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστρονομία θηλυκό
- η επιστήμη που μελετά τα ουράνια σώματα και τη δομή του σύμπαντος
- (συνεκδοχικά) το διδακτικό βιβλίο ή το μάθημα της αστρονομίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστρονομία
Πηγές
[επεξεργασία]- αστρονομία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αστρονομία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αστρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιστήμες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)