έλλειμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έλλειμμα < αρχαία ελληνική ἔλλειμμα < ἐλλείπω < λείπω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.li.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έλ‐λειμ‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έλλειμμα ουδέτερο
- χρηματικό ή άλλο ποσό που λείπει αναιτιολόγητα (από ταμείο, αποθήκη κ.λπ.)
- (κατ' επέκταση) αυτό που λείπει, η ανεπάρκεια, η έλλειψη
- έλλειμμα ανθρωπιάς
- στον προϋπολογισμό, το ποσό κατά το οποίο τα έσοδα είναι λιγότερα από τα έξοδα
- στο εμπορικό ισοζύγιο, το ποσό κατά το οποίο η αξία των εξαγωγών είναι μικρότερη από την αξία των εισαγωγών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ελλειμματικά
- ελλειμματικός
- έλλειψη
- ελλιπής
- και → δείτε τις λέξεις ελλείπω και λείπω