écusson

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
écusson < escuchon < écu

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ky.sɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écusson écussons

écusson (fr) αρσενικό

  1. ο θυρεός, το σήμα
  2. ταμπέλα που φέρει οικόσημο
  3. (βιολογία) τμήμα του πίσω μέρους του θώρακα μερικών εντόμων
  4. μπόλι, μέρος του φλοιού με ένα μάτι, που τοποθετείται κάτω από τον φλοιό ενός άλλου φυτού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]