yet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

yet < αγγλοσαξονικά ġīet

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /jɛt/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

yet (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ακόμα, ακόμη και/κι να, μέχρι τώρα, χρησιμοποιείται σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις για να μιλήσω για κάτι που δεν έχει συμβεί αλλά περιμένω να συμβεί
    He is not fit to travel yet.
    Δεν είναι ικανός να ταξιδέψει ακόμα.
    -“Are you ready?” -“Not yet.”
    -«Είσαι έτοιμος;» -«Όχι ακόμα
    He hasn’t come yet.
    Δεν ήρθε ακόμη.
    I’ve been working since the morning and have yet to finish.
    Από το πρωί δουλεύω κι ακόμη να τελειώσω.
    It got dark and we had yet to arrive.
    Βράδιασε κι ακόμη να φτάσουμε.
    I don’t know anything yet.
    Δεν ξέρω τίποτα μέχρι τώρα.
  2. ένας πρόσθετος, ένας ακόμα, ξανά, πάλι, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια αύξηση στο ποσό ή τον αριθμό των φορών που συμβαίνει κάτι
    Children’s tuition fees are yet another financial burden for the family.
    Τα δίδακτρα των παιδιών είναι ένα πρόσθετο οικονομικό βάρος για την οικογένεια.
    It fits yet another.
    Χωράει ένας ακόμα.
    Don’t ask him for a loan yet again.
    Μην του ζητήσεις ξανά δανεικά.
    Unfortunately, he’s started drinking yet again.
    Δυστυχώς πάλι ξανάρχισε να πίνει.
  3. μέχρι στιγμής, ακόμη
  4. συνεχώς μέχρι κάποιο χρονικό σημείο, ακόμη
  5. σε κάποιο χρονικό σημείο του μέλλοντος, τελικά

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

yet (en)

  • κι όμως, ωστόσο, παρ'όλα αυτά
    I am not lazy, yet I’ve been jobless for months.
    Δεν είμαι τεμπέλης κι όμως είμαι άεργος επί μήνες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nevertheless

Συγγενικά

[επεξεργασία]