windy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | windy |
συγκριτικός | windier |
υπερθετικός | windiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]windy (en)
- για καιρό που έχει πολύ αέρα
- ↪ a windy day - μέρα με αέρα
- ↪ It’s very windy today.
- Φυσάει πολύ σήμερα./Έχει πολύ αέρα σήμερα.
- ↪ Is it very windy in your village in the fall?
- Φυσάει πολύ στο χωριό σου το φθινόπωρο;
- (για τόπο) ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος, ανεμώδης, που τον δέρνουν οι άνεμοι
- ↪ The house was on a windy hill.
- Το σπίτι ήταν σ' έναν ανεμόδαρτο λόφο.
- ↪ windy mountain peaks - ανεμοδαρμένες βουνοκορφές
- ↪ When the windy area is located, the wind potential is harnessed by placing wind turbines.
- Όταν εντοπιστεί η ανεμώδης περιοχή, αξιοποιείται το αιολικό δυναμικό με τοποθέτηση ανεμογεννητριών.
- ≈ συνώνυμα: windswept
- ↪ The house was on a windy hill.
- ελικοειδής, που έχει κατεύθυνση έλικα