win

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
win wins

win (en)

  • η ατομική νίκη
    ⮡  Our team has had 6 wins and 2 losses so far.
    Η ομάδα μας είχε 6 νίκες και 2 ήττες ως τώρα.
     αντώνυμα: loss

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας win
γ΄ ενικό ενεστώτα wins
αόριστος won
παθητική μετοχή won
ενεργητική μετοχή winning
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

win (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]