volubile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
volubile volubiles

Επίθετο

[επεξεργασία]

volubile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φλύαρος



Επίθετο

[επεξεργασία]

volubile (it)

  1. άστατος, ασταθής, μεταβλητός