var

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Συντομομορφή

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
var vars

var (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) JavaScript Syntax. Πρόσβαση 2021-03-07.



Επίθετο

[επεξεργασία]

var (tr)

  1. υπάρχει, υπάρχουν
    boş oda var - υπάρχει ελεύθερο δωμάτιο
  2. έχω
    bir kızım var -έχω μία κόρη

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Λόγω της διαφορετικής δομής της τουρκικής γλώσσας η λέξη var, ενώ είναι επίθετο, μεταφράζεται στα ελληνικά με ρηματική έκφραση.