vantail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vantail < ventail(le) < vent
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vantail | vantaux |
vantail (fr) αρσενικό
- η πόρτα μιας ντουλάπας
- το παραθυρόφυλλο