van
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
van | vans |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]van (en)
- (μέσο μεταφορών) το κλειστό φορτηγάκι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
van | vans |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]van (fr) αρσενικό
- το φορτηγάκι