technique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
technique techniques

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

technique (en)

  1. η τεχνική, έναν ιδιαίτερο τρόπο να κάνω κάτι, ειδικά έναν τρόπο στον οποίο πρέπει να μάθω ειδικές δεξιότητες
    There is only one technique for the experiment.
    Υπάρχει μόνο μία τεχνική για το πείραμα.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η τεχνική, η ικανότητα με την οποία κάποιος μπορεί να κάνει κάτι
    In judo, technique is more important than strength.
    Στο τζούντο η τεχνική έχει μεγαλύτερη σημασία από τη δύναμη.
    He improved his technique.
    Βελτίωσε την τεχνική του.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɛk.nik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
technique techniques

technique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
technique techniques

technique (fr) θηλυκό