typo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
typo | typos |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- typo < περικοπή του typographical error (τυπογραφικό λάθος), ή typographer (τυπογράφος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]typo (en)