turn up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | turn up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns up |
αόριστος | turned up |
παθητική μετοχή | turned up |
ενεργητική μετοχή | turning up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]turn up (en)
- (αμετάβατο) βρίσκομαι, ειδικά τυχαία, αφού χαθώ
- ↪ The book you lost may turn up one of these days.
- Το βιβλίο που έχασες μπορεί να βρεθεί κάποια μέρα.
- ↪ Her purse turned up empty in the park.
- Η τσάντα της βρέθηκε άδεια στο πάρκο.
- ↪ The book you lost may turn up one of these days.
- (αμετάβατο) εμφανίζομαι, φαίνομαι, για άνθρωπο που φτάνει
- (αμετάβατο) παρουσιάζομαι, για μια ευκαιρία που γίνεται ιδιαίτερα τυχαία
- ↪ For sure something will turn up (=some opportunity will present itself).
- Σίγουρα κάτι θα παρουσιαστεί (=κάποια ευκαιρία θα φανεί).
- ↪ For sure something will turn up (=some opportunity will present itself).
- (μεταβατικό) δυναμώνω, ανεβάζω, αυξάνω την ένταση του ήχου, της θερμότητας κτλ. για έναν εξοπλισμό
- (μεταβατικό) ξεθάβω, βρίσκω κάτι
- ↪ While plowing, he turned up an ancient little statue.
- Ενώ όργωνε ξέθαψε ένα αρχαίο αγαλματίδιο.
- ↪ While plowing, he turned up an ancient little statue.