sporo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]sporo (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συντάσσεται με γενική (dopełniacz) πληθυντικού