sporo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈspɔ.rɔ/

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

sporo (pl) (αόριστο) (χωρίς παραθετικά) άκλιτο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • συντάσσεται με γενική (dopełniacz) πληθυντικού