spoil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spoil | spoils |
spoil (en)
- το λάφυρο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | spoil |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spoils |
αόριστος | spoiled |
παθητική μετοχή | spoiled |
ενεργητική μετοχή | spoiling |
spoil (en)
- (μεταβατικό) χαλάω κάτι (το καταστρέφω)
- (μεταβατικό) χαλάω κάποιον (τον κακομαθαίνω)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αλλοιώνω, χαλάω για φαγητό
- ⮡ Heat can spoil the food.
- Η ζέστη μπορεί να αλλοιώσει το τρόφιμα.
- ⮡ Meat/fish spoils in the heat.
- Το κρέας/το ψωμί αλλοιώνεται στην ζέστη.
- ⮡ Heat can spoil the food.
Πηγές
[επεξεργασία]- spoil (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- spoil (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 33. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλοιώνω