spermicide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spermicide (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spermicide < sperme + -cide

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spermicide spermicides

spermicide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spermicide spermicides

spermicide (fr) αρσενικό