spanking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spanking spankings

spanking (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το ξύλο, το ξύλισμα, μορφή σωματικής τιμωρίας στον πισινό, ειδικά για παιδί
    ⮡  Scolding the child doesn’t knock any sense into him; he needs a spanking.
    Με το μάλωμα δε βάζει μυαλό το παλιόπαιδο· ξύλο τού χρειάζεται.
    ⮡  Spanking is no longer considered a correct form of punishment.
    Το ξύλο δεν θεωρείται πια σωστή μέθοδος σωφρονισμού.
    ⮡  Spanking makes the child react even naughtier and overall has negative consequences for the child later in life.
    Το ξύλισμα κάνει το παιδί να αντιδρά περισσότερο άτακτα και έχει συνολικά αρνητικές συνέπειες για εκείνο αργότερα στη ζωή.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

spanking (en)