spanking
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spanking | spankings |
spanking (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το ξύλο, το ξύλισμα, μορφή σωματικής τιμωρίας στον πισινό, ειδικά για παιδί
- ⮡ Scolding the child doesn’t knock any sense into him; he needs a spanking.
- Με το μάλωμα δε βάζει μυαλό το παλιόπαιδο· ξύλο τού χρειάζεται.
- ⮡ Spanking is no longer considered a correct form of punishment.
- Το ξύλο δεν θεωρείται πια σωστή μέθοδος σωφρονισμού.
- ⮡ Spanking makes the child react even naughtier and overall has negative consequences for the child later in life.
- Το ξύλισμα κάνει το παιδί να αντιδρά περισσότερο άτακτα και έχει συνολικά αρνητικές συνέπειες για εκείνο αργότερα στη ζωή.
- ⮡ Scolding the child doesn’t knock any sense into him; he needs a spanking.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]spanking (en)