social security

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
social security < → δείτε τις λέξεις social και security

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

social security (en) (μη μετρήσιμο)

  • η κοινωνική παροχή, τα χρήματα που πληρώνει τακτικά η κυβέρνηση σε άτομα που είναι φτωχά, άνεργα, άρρωστα κτλ.
    The people need social security.
    Ο λαός χρειάζεται κοινωνικές παροχές.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]