siła
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]siła (pl) θηλυκό
- η δύναμη ως:
Σημειώσεις
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη potęga
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- siła wyższa: η ανώτερη δύναμη
- siła rzeczy: η δύναμη των πραγμάτων
- siła robocza: η εργατική δύναμη