scared

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός scared
συγκριτικός more scared
υπερθετικός most scared

scared (en)

  • φοβισμένος, φοβάμαι
    ⮡  a scared child - φοβισμένο παιδί
    ⮡  I admit that I’m scared of airplanes/snakes.
    Παραδέχομαι ότι φοβάμαι τ' αεροπλάνα/τα φίδια.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

scared (en)